πισοδρόμισμα

πισοδρόμισμα
το, Ν
(δ. γρφ.) βλ. πισωδρόμισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πισωδρόμισμα — και πισοδρόμισμα, το, και πισωδρομισμός, ο, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πισωδρομώ, οπισθοχώρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πισωδρομώ + κατάλ. ισμα / ισμός, κατά τα ουσ. από ρ. σε ίζω) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”